ριζαδούρος

ριζαδούρος
ο, Ν
ναυτ. το παράξυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + αρχ. δοῦρος «δοκάρι πλοίου» (δόρυ, δούρατος), πρβλ. πασα -δούρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παράξυλο — το ναυτ. μαλακό ξύλο που προσαρμόζεται σε ένα σκεύος ή σε άλλο ξύλο με σκοπό να τό προφυλάξει από την τριβή ή τη φθορά, αλλ. ριζαδούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξύλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”